- τσαμπουκαλεύω
- Ν [τσαμπουκαλής]1. γίνομαι τσαμπουκαλής2. μαρτυρώ, φανερώνω κάτι3. μέσ. τσαμπουκαλεύομαιδημιουργώ προηγούμενα με την αστυνομία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσαμπουκαλεύω — τσαμπουκάλεψα, τσαμπουκαλεύτηκα, τσαμπουκαλεμένος (στη γλώσσα του υποκόσμου) 1. φανερώνω, κάνω κάτι γνωστό, το μαρτυρώ: Με τσαμπουκάλεψε ότι εγώ έκανα τον καβγά. 2. το μέσ., τσαμπουκαλεύομαι δημιουργώ προηγούμενα με την αστυνομία:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)